- δίθυμος
- δίθυμος, -ον (Α)αυτός που διαφωνεί με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίθυμος — at variance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίθυμον — δίθυμος at variance masc/fem acc sg δίθυμος at variance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ԵՐԿՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 1 0694 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 14c ա. δίθυμος, διακρινόμενος, ἅπορων discors, haesitans, ddubius Որ է յերկուս միտս, որպէս երկբայութեամբ վարանեալ. թերահաւատ. տարակուսեալ. խարդախ մտօք. ... *Զի որ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)